Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Restart



                                                 



                   «Μπορείς να ζήσεις με τον καθένα αν έχεις αυτό χωρίς το οποίο δε μπορείς να ζήσεις» Toni Morrison

Τα Χριστούγεννα είναι για τους χαρούμενους ανθρώπους, γράφει ο Arnaldur Indridason.*
Η Πρωτοχρονιά όμως είναι για όλους. Θα έλεγε ο Jon Kabat-Zinn.**
Βήμα Πρώτο: Κάνεις μια παύση. Μένεις ακίνητος.
Βήμα Δεύτερο: Παίρνεις μια ανάσα. Συντονίζεσαι με το κέντρο σου που σε κρατά συνδεδεμένο με το εδώ και τώρα. Τώρα πια ξέρεις πως δεν είσαι οι σκέψεις σου και πως τα συναισθήματά σου, όσο έντονα ή απόλυτα κι αν δείχνουν, ποτέ δε διαρκούν πολύ.
Βήμα Τρίτο: Κοιτάζεις. Δεξιά. Αριστερά. Παρατηρείς. Όσο πιο πολύ παρατηρείς τόσο πιο πολύ είσαι σε θέση να εστιάζεις στα αληθινά σημαντικά, στο αληθινά σημαντικό. Και να μην αντιδράς σπασμωδικά, ακαριαία. Τόσο περισσότερο μπορείς να είσαι ευέλικτος.
Και τότε, καθαρός πια, κάνεις το Τέταρτο Βήμα. Το βήμα στο κενό καθώς ο δείχτης στο ρολόι μετακινείται ανεπαίσθητα. Τόσο μόνο όσο χρειάζεται για να αλλάξει συμβολικά η μέρα και η χρονιά. Όσο χρειάζεται για να πείσεις τον εαυτό σου πως οι όρκοι με τον χρόνο ανανεώνονται. Έχεις και πάλι μια ‘δεύτερη’ ευκαιρία. Για να σε καθησυχάσεις πως έχεις τον έλεγχο αυτού του νέου κύκλου που ανοίγεται σιβυλλικός μπροστά σου. Γιατί τώρα πια έχεις μάθει ή έστω μαθαίνεις να κρατάς τις σωστές αποστάσεις. Ούτε αποστασιοποιημένος, ούτε και βυθισμένος σε αυτό που συμβαίνει μέσα σου και γύρω σου.
Κι αν για λίγο χάσεις την αισιοδοξία που το παιχνίδι αυτό επιβάλλει, δοκίμασε να εξασκηθείς ξανά στην πρώτη αριθμητική πράξη που μαθαίνουν τα παιδιά και να προσθέσεις κάτι από αυτό που λείπει, αντί να προσπαθήσεις να αφαιρέσεις αυτό που άχαρα περισσεύει.
Κι αν για λίγο χάσεις την συγκέντρωση που το παιχνίδι αυτό απαιτεί, πες όσες φορές κι αν χρειαστεί στον εαυτό σου σαν να ήσουν ο καλύτερός του φίλος: «Ο φοβισμένος κοιτάζει πάντα πίσω του, ο ανήσυχος γύρω του, ο πιστός ψηλά, ο ενοχικός χαμηλά, εγώ κοιτάζω μπροστά».

*Ισλανδός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας
**Αμερικανός επίτιμος καθηγητής ψυχιατρικής, κορυφαίος δάσκαλος του διαλογισμού.


                                                                                              Σοφία Κάσση

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Γιατρός-Ασθενής: Μια ουσιαστική σχέση

Ως επικοινωνία μπορούμε να ορίσουμε την ανταλλαγή πληροφοριών, σκέψεων, απόψεων και συναισθημάτων ανάμεσα σε πρόσωπα, με χρήση του λόγου ή άλλων μέσων. Ένα σημαντικό στοιχείο της ποιοτικής παροχής φροντίδας στους ασθενείς αφορά στην ουσιαστική επικοινωνία όλου του προσωπικού με τον κάθε ασθενή, με βασικά συστατικά της την εμπιστοσύνη, την κατανόηση και την ειλικρίνεια.
Υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις κλινικής συνέντευξης και λήψης ιατρικών αποφάσεων. Στην πατερναλιστική προσέγγιση οι γιατροί εστιάζουν το ενδιαφέρον τους αποκλειστικά στην περιγραφή των σωματικών συμπτωμάτων με στόχο τη διαγνωστική ταξινόμηση τους και στη συνέχεια οδηγούνται στην καλύτερη απόφαση για τον ασθενή χωρίς να έχουν συζητήσει ή διερευνήσει τις ανησυχίες ή τις απόψεις του. Στην ενημερωμένη προσέγγιση ο ασθενής παίρνει πιο ενεργό ρόλο καθώς ο ρόλος του γιατρού περιορίζεται στην παροχή δεδομένων και πληροφοριών για τις διάφορες θεραπείες ώστε ο πρώτος να καταλήξει σε μια απόφαση. Κάτι τέτοιο ωστόσο μπορεί να είναι παρακινδυνευμένο καθώς δεν είναι δυνατόν ο ασθενής να ενημερωθεί μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα για όλα όσα αφορούν την πάθηση του. Στην «από κοινού» προσέγγιση τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Ο γιατρός δημιουργεί κατάλληλη ατμόσφαιρα ώστε ο ασθενής να τον εμπιστευτεί και να είναι σε θέση να μοιραστεί όλα όσα τον απασχολούν, δίνοντας τη δυνατότητα στον πρώτο να τον καταλάβει και να τον ενημερώσει για όλες τις θεραπευτικές επιλογές του. Τις περισσότερες φορές παρουσιάζεται συνδυασμός στοιχείων από τα διάφορα μοντέλα.

Τα βασικά στοιχεία της δομής επικοινωνίας γιατρού-ασθενούς περιλαμβάνουν α)το φυσικό πλαίσιο (setting) μέσα στο οποίο πραγματοποιείται (π.χ. γραφείο, θάλαμος ασθενούς, διάταξη του χώρου, διάταξη των ατόμων που παραβρίσκονται  κ.ά. ) β)τις δεξιότητες καλής ακρόασης (π.χ. τήρηση σιωπής, όταν μιλάει ο ασθενής, επανάληψη της τελευταίας λέξης του ασθενούς κ.ά) γ)την  αναγνώριση των συναισθημάτων του ασθενούς  δ)τις πληροφορίες που δίνουμε στον ασθενή και ε)τη σύντομη αναφορά των βασικότερων θεμάτων της συζήτησης που προηγήθηκε.

Ωστόσο, συχνά παρεμβάλλονται εμπόδια στην επικοινωνία μεταξύ των επαγγελματιών υγείας και των ασθενών, κυρίως λόγω της δυσκολίας των επαγγελματιών να διαχειριστούν τα όσα θα τους αναφέρει ο ασθενής. Τα συνηθέστερα εμπόδια στην επικοινωνία είναι:
1. Ο καταιγισμός ερωτήσεων που δίνουν την αίσθηση της ανάκρισης και εμποδίζουν την προσωπική έκφραση.
2.   Η άσκηση κριτικής σε όσα λέγονται από τον ασθενή.
3.   Η ηθικολογία γύρω από τα ΄΄πρέπει΄΄ της συμπεριφοράς του ασθενούς.
4. Οι συμβουλές  για τη λύση προβλημάτων του ασθενούς, που μπορεί να τον κάνουν να νιώσει αδύναμος να αντιμετωπίσει δυσκολίες.
5.  Η ελαχιστοποίηση των ανησυχιών του  ασθενούς, που του δημιουργεί την αίσθηση ότι κανείς δεν τον καταλαβαίνει.
6.  Ο πρόωρος εφησυχασμός, του τύπου ΄΄Μην ανησυχείτε, όλα θα πάνε καλά΄΄.
7.   Οι απειλές και οι προειδοποιήσεις για αλλαγή της συμπεριφοράς του ασθενούς.
8.   Η αποφυγή συζήτησης ενός θέματος.

*

Οι δεξιότητες επικοινωνίας  αποτελούν ένα ουσιώδες βοήθημα για τη θεραπευτική σχέση. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ποιότητα  της θεραπευτικής σχέσης είναι μία ΄΄τέχνη΄΄ από τη μεριά του θεράποντος που ξεπερνά κατά πολύ την απλή εφαρμογή κάποιων γενικών κανόνων επικοινωνίας και περιλαμβάνει και στοιχεία της προσωπικότητας και της γενικότερης συμπεριφοράς  του κάθε ατόμου.

*Παπαγιάννης Αντώνιος (2003). Μιλώντας με τον Άρρωστο. Εισαγωγή στην Κλινική Επικοινωνία. University Studio Press             
                                                                                                                                                                                          
                                                                                                                  Ελένη Χρα

Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015


Υπογονιμότητα: Ψυχικές επιπτώσεις

«Με το καλό να έρθει και ένα παιδάκι γρήγορα», «Να ζήσετε και καλούς απογόνους», «Να βάλετε γρήγορα μπροστά για παιδιά», «Παιδάκια έχετε; Πότε θα κάνετε; Άντε τι κάθεστε!»…..Εκφράσεις με τις οποίες  τα νέα ζευγάρια κατακλύζονται συνέχεια από το οικογενειακό, το φιλικό και το κοινωνικό τους περιβάλλον….Τι γίνεται όμως όταν τα πράγματα δεν έρχονται ακριβώς όπως τα φανταζόμαστε; Τι συμβαίνει όταν τα ζευγάρια αντιμετωπίζουν δυσκολίες υπογονιμότητας και η επιθυμία τεκνοποίησης αποτελεί πια πηγή άγχους και δυσάρεστων συναισθημάτων;

Η διάγνωση της υπογονιμότητας αποτελεί μια εξαιρετικά δύσκολη στιγμή και οι αιτίες μπορεί να αφορούν τόσο στη γυναίκα όσο και στον άνδρα. Αναμφισβήτητα οι συνέπειες στην ψυχολογία και των δύο είναι πολύ έντονες καθώς η δυσκολία απόκτησης παιδιού βιώνεται από το ζευγάρι ως στρεσογόνο εμπειρία που επιφέρει αλλαγές στην ισορροπία και στους ρόλους. Βιώνεται ως απώλεια βάζοντας σε δοκιμασία την ποιότητα της σχέσης, τους στόχους , τις προσδοκίες,  την αυτοεκτίμηση και τη σεξουαλικότητα των ατόμων.

Αισθήματα ανεπάρκειας, αδυναμίας και αποτυχίας εμφανίζονται και στους δύο συντρόφους. Ο φόβος, το άγχος, ο θυμός είναι συναισθηματικές εκδηλώσεις που κάνουν έντονα την εμφάνιση τους σε περιπτώσεις υπογόνιμων ζευγαριών. Αρκετές φορές παρατηρείται δυσφορία ακόμα και δυσκολία βίωσης θετικών συναισθημάτων στο άκουσμα άλλων περιπτώσεων που «τα έχουν καταφέρει». Η θλίψη και η ενοχή οδηγούν στην συναισθηματική  απομάκρυνση των συντρόφων. Η σεξουαλική σχέση συχνά  παίρνει άλλο χαρακτήρα, πιο διεκπαιρεωτικό και πρακτικό, στην προσπάθεια να επιτευχθεί ο επιθυμητός στόχος,  η σύλληψη του παιδιού, κινδυνεύοντας να χαθεί η μαγεία, και το ρομαντικό στοιχείο ανάμεσα στους συντρόφους.

Οι δυσκολίες αυτές δεν είναι ωστόσο απροσπέλαστες και μη διαχειρίσιμες. Αυτό προϋποθέτει ότι το ζευγάρι πρέπει να κατανοήσει ότι είναι σύμμαχοι απέναντι στο πρόβλημα τους. Είναι σημαντικό να βοηθήσουν τη σχέση τους με το να εκφράζουν τα συναισθήματα τους, τις δυσκολίες και τους προβληματισμούς τους  χωρίς να φοβούνται την αντίδραση του άλλου. Θα πρέπει να εστιάζουν περισσότερο σε αυτά που τους ενώνουν και να αξιοποιούν τον κοινό τους χρόνο όσο το δυνατόν πιο ποιοτικά και με πράγματα που τους προσφέρουν χαλάρωση και ικανοποίηση. Πολλές φορές η παρουσία και η συμβολή ενός ειδικού θεραπευτή μπορεί να διευκολύνει προς αυτή την κατεύθυνση.

                                                                                                Ελένη Χρα                           
                                                                                                                                       

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015




Από την ταινία "Κυνόδοντας" του Γ.Λάνθιμου


Family Boom

Το 1947 ο Andre Malraux δημοσίευσε το Φανταστικό Μουσείο του. Στον απόηχο ενός ολέθριου για τον παγκόσμιο χάρτη πολέμου επιχείρησε να συγκεντρώσει και να ταξινομήσει ετερόκλητες μορφές τέχνης που σημειολογούσαν την πολλαπλότητα του ανθρώπινου υποκειμένου. Εβδομήντα περίπου χρόνια μετά και ενώ ο παγκόσμιος χάρτης εξακολουθεί να υφίσταται διαρκείς ανακατάξεις, ποιες απεικονίσεις θα συγκέντρωνε άραγε ένα αντίστοιχο φανταστικό μουσείο, αν μάλιστα η μόνη μορφή παραστατικής τέχνης ήταν η 7η τέχνη; Και αν την πολλαπλότητα του ανθρώπινου υποκειμένου αντικαθιστούσε η πολλαπλότητα των μοντέρνων εκφάνσεων της οικογένειας (από τη δεκαετία του ’50 δηλαδή και μετά);

Τα φιλμ «Φάνυ και Αλέξανδρος», «Κραυγές και Ψίθυροι» και «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Ι. Μπέργκμαν με μια κρούστα βορειοευρωπαικής παγωμένης νοσηρότητας να καλύπτει τις επιφανειακά
politically correct οικογενειακές σχέσεις. Στην ίδια υπαινικτική ατμόσφαιρα- που όμως εδώ θα οδηγηθεί σε μια βραδυφλεγή κορύφωση- η «Οικογενειακή γιορτή» του Τ. Βίντενμπεργκ. Και την υποδόρια νοσηρότητα των βορειοευρωπαίων να προεικονίζει ήδη η υπόγεια θλίψη της αστικής αποξένωσης Ιαπώνων σκηνοθετών όπως του Γ. Όζου με το «Ταξίδι στο Τόκυο».

Τα φιλμ «Έβδομη Ήπειρος», «Το βίντεο του Μπένι», «Η δασκάλα του πιάνου» και «Η Λευκή κορδέλα»του Μ. Χάνεκε, αλλά και το κλασικό χιτσκοκικό «Ψυχώ» και η αλληγορική «Λάμψη» του Σ. Κιούμπρικ με τον κύκλο της βίας στο πλαίσιο της οικογένειας και την ψυχοπαθολογία των μελών της ως απότοκο αυτου του κύκλου να προεξάρχει. Στον ίδιο «κύκλο» ταινίες Ελλήνων σκηνοθετών («Σπιρτόκουτο», Γ.Οικονομίδης, «Κυνόδοντας»Γ. Λάνθιμος, «
Miss Violence» Α. Αβρανάς, «Xenia» Π. Κούτρας) με μια αισθητική αποδόμησης του ιερού τριπτύχου Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια.

Οι νέες μορφές οικογένειας που απασχολούν σταθερά και διαχρονικά τη διεθνή φιλμογραφία με την ταινία-σχόλιο του Ρ.Μπέντον «Κράμερ εναντίον Κράμερ» για την μετά το διαζύγιο εποχή μιας οικογένειας μέχρι την οπτική των αδελφών Νταρντέν για την ανάδοχη οικογένεια στο φιλμ «Το παιδί με το ποδήλατο» και την οιδιποδειακά χρωματισμένη μονογονεική οικογένεια του Κ.Ονορέ («Η μητέρα μου») και του Ξ.Ντολάν («
Mommy»). Η πυρηνική παιδοκεντρική οικογένεια που κρατάει τα σκήπτρα της δημιουργικής έκφρασης με όλες τις παραμέτρους που τη βαραίνουν και την απομυθοποιούν: το παιδί-project και οι γονείς-ελικόπτερα στον «Σολίστα» του Ν. Χιρσφέλντερ, στο «Little Miss Sunshine» των Ντέιτον-Φάρις και στο «Κορίτσι που εξαφανίστηκε» του Ν.Φίντσερ, το παρατεταμένο μορατόριουμ του «Tanguy» του Ε.Σατιλιέμε και της «Οικογενειακής Υπόθεσης» του Κ. Π. Νέτζερ, το μέλος-σύμπτωμα του οικογενειακού συστήματος του Ν.Αρονόφσκι στο «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο», του Τ.Γκρηνγουντ στο «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν» και στο «Precious»του Ν. Ντάνιελς, ο κατακερματισμός του γονεικού ζεύγους στο «Mαμούθ» των Ντελεπί-Κερβέρ και στο «’Ενα ευτυχές γεγονός» του Ρ. Μπεζανσόν, το εξαιρετικά επίκαιρο παιδί-γονιός του Ε. Λαρτιγκώ στην «Οικογένεια Μπελιέ».

Και κάπου ανάμεσα ταινίες που μιλούν για το πένθος («Δύσκολοι αποχαιρετισμοί:Ο μπαμπάς μου» Π.Παναγιωτοπούλου), την εγκατάλειψη(«Κανείς δεν ξέρει» Χ.Κόρε-Έντα), τη δύσκολη εφηβεία («Γλυκά 16»Κ.Λόουτς) και την ακόμη πιο δύσκολη ενηλικίωση («Μεγαλώνοντας» Ρ.Λινκλέιτερ).

Ταινίες  που μιλούν, που φλυαρούν. Το Φανταστικό Μουσείο χρόνο με το χρόνο γίνεται όλο και πιο σαρκαστικό, όλο και πιο σπαρακτικό. Χρόνο με το χρόνο η αναπαράσταση της οικογένειας  αποδομείται  ολοενα και πιο πολύ, ακόμη και μέσα από τη ματιά συντηρητικών σκηνοθετών που θα περίμενε κανείς να προασπίζονται, εθελοτυφλώντας ή εξωραίζοντας έστω, την οικογένεια ως το πλέον σταθερό και αδιαπραγμάτευτο σημείο αναφοράς μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει δραματικά: τον ανθεκτικότερο ίσως μύθο πριν τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο για την οικογένεια.

Το βέβαιο είναι ότι το Φανταστικό Μουσείο έχει να μας αποκαλύψει ακόμα πολλά. Προς γνώση των μεταγενέστερων και επίγνωση των συγχρόνων…

                                                                                                                              Σοφία Κάσση
 
 

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΜΕ


Ο πόνος ενάντια στο τραύμα ή αλλιώς η προσπάθεια του Εγώ να αντιδράσει στο τραύμα που έχει προκληθεί από την απώλεια του σημαντικού άλλου…Ο ψυχικός πόνος ως αποτέλεσμα της επιμονής του Εγώ να διατηρήσει ζωντανή την εικόνα εκείνου που χάθηκε….Σαν μια απεγνωσμένη τελευταία προσπάθεια να αντισταθμίσει την απουσία του μεγεθύνοντας το ειδωλό του, την ίδια στιγμή που το ίδιο εξασθενίζει και χάνει κάθε ενδιαφέρον για τον εξωτερικό κόσμο….Ο πόνος είναι έντονος και υπαρκτός καθώς η απόσταση ανάμεσα στο εξασθενημένο Εγώ και τη «ζωντανή» εικόνα του άλλου μεγαλώνει…

Το Εγώ αντιδρά στο τραύμα της απώλειας με δύο κινήσεις….Εγκαταλείποντας τη δική του ενέργεια (αποεπένδυση) και τοποθετώντας τη στην ψυχική αναπαράσταση εκείνου που χάθηκε (υπερεπένδυση)…..Ο ψυχικός πόνος που προκαλείται από το «άδειασμα» του Εγώ είναι έντονος και υπαρκτός….Η αναπαράσταση του σημαντικού άλλου εξιδανικεύεται όλο και περισσότερο….Αν αναλογιστούμε τη διαδικασία του θρήνου που ακολουθεί την απώλεια γίνεται αντιληπτό ότι αυτή αφορά στην από-επένδυση  της ψυχικής αναπαράστασης του αγαπημένου προσώπου….

Το να συνεχίζουμε να αγαπάμε εκείνον που χάθηκε περισσότερο από ποτέ έχοντας επίγνωση ότι δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε, είναι ίσως αυτό που προκαλεί τον μεγαλύτερο πόνο και όχι η ίδια η απώλεια καθεαυτή… Το Εγώ είναι διχασμένο ανάμεσα στην αγάπη που διατηρεί ζωντανή την εικόνα του άλλου και τη γνώση της αδιαμφισβήτητης απουσίας…Και κάπου εκεί αρνείται να δεχτεί αυτό που συμβαίνει, εναντιώνεται στην πραγματικότητα, σε μια προσπάθεια να μειώσει τον πόνο που δημιουργεί αυτή η αντίφαση….

Nasio, Juan-David (2004). The Book of Love and Pain: thinking at the Limit with Freud and Lacan; translated by David Pettigrew and Francois Raffoul. State University of New York Press.


Ελένη Χρα

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

Η πόρτα, 2014, χρωματιστά μολύβια σε χαρτί, 24x33cm



                                                                             



                                                             Ναιόχι

"Δοκίμαζα ένα αίσθημα κόπωσης και τρόμου νιώθοντας πως αυτόν τον τόσο μακρύ χρόνο όχι μόνο   
τον είχα αδιάλειπτα ζήσει, στοχαστεί, κρατήσει κρυφό εγώ, πως ήταν η ζωή μου, πως ήταν εγώ, αλλά καιότι έπρεπε κάθε στιγμή να τον συντηρώ, κολλημένο  πάνω μου... ότι δε μπορούσα να κάνω βήμα χωρίς να μετακινηθεί και αυτός μαζί μου..."*
 Άραγε μπορεί ο χρόνος να ξανακερδηθεί σε μια στιγμή στο παρόν όταν μονοσύλλαβες λέξεις                κατάφασης/άρνησης -και αντίφασης ωστόσο , μιας και είναι τόσο μικρές και ανεύθυνες για να              χωρέσουν την αλήθεια- επιβάλλονται απολυταρχικά σαν μονάδες μέτρησής του; Και όταν γίνονται          αυτές οι μονοσύλλαβες λέξεις τόσο τυραννικές που ανακινούν το αταβιστικό σχήμα Freeze-Fight-Fly  σαν μηχανισμό άμυνας μπροστά στο ύπουλο εκτόπισμά τους;
"Οι λέξεις μας αποκαλύπτουν μια μικρή και χρηστική εικόνα των πραγμάτων"*. 
Φτάνει να είναι οι δικές σου λέξεις που μιλούν για τα ολόδικά σου πράγματα .
Τα παιδιά μας μαθαίνουν πώς μαθαίνουν μέσα από το παιχνίδι τον εαυτό τους, τους άλλους και την      πραγματικότητα. Οι καιροί μας δείχνουν πώς και η πραγματικότητα υιοθετεί την θεωρία των παιχνιδιών για να μάθει τον εαυτό της και τους άλλους.... Στο πνεύμα αυτό του παιχνιδιού λοιπόν, τώρα που το ναι και το όχι έχουν εγκλωβίσει τις ιδιωτικές λέξεις του καθενός στη λογοπενία και -σχήμα οξύμωρο- στη    φλυαρία του συλλογικού, μήπως να καταφύγουμε για μια ακόμη φορά  σε ένα ακόμη λυτρωτικό             συμβολικό παιχνίδι; Να βάλουμε τον εαυτό μας στην απέναντι καρέκλα και έτσι απλά και...θεραπευτικά να τον ρωτήσουμε;
Δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται.  Ίσως όμως έτσι νιώσουμε ξανά υποκείμενα της προσωπικής μας  τουλάχιστον ιστορίας.
ΠΑΙΖΟΥΜΕ;**
-Ποια είναι η εικόνα που έχεις για την απόλυτη ευτυχία;
-Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος σου;
-Ποιο είναι το αγαπημένο σου απόφθεγμα;
-Σε ποιο πράγμα πρόδωσες τον  εαυτό σου και μετάνιωσες περισσότερο γι'αυτό;
-Τι νοσταλγείς περισσότερο;
-Ποια θεωρείς την πιο υπερεκτιμημένη αρετή;
-Ποιο είναι το αγαπημένο σου ταξίδι;
-Ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σου;
-Ποιο χαρακτηριστικό προτιμάς σε κάποιον;
-Ποιο εν ζωή πρόσωπο εκτιμάς περισσότερο;
-Ποιο εν ζωή πρόσωπο σιχαίνεσαι περισσότερο;
-Τι θεωρείς πιο σημαντικό στους φίλους σου;
-Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που σου έχουν δώσει;
-Τι θεωρείς ως έσχατο βαθμό δυστυχίας;
-Πού θα ήθελες να ζεις;
- Διάλεξε 5 λέξεις που περιγράφουν τον εαυτό σου
-Ποια είναι η αγαπημένη σου ασχολία;
-Τι ή ποιον αγαπάς περισσότερο στη ζωή σου;
-Πότε και πού υπήρξες ευτυχισμένος;
-Ποιο ταλέντο θα ήθελες να έχεις;
-Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου συγγραφείς;
-Ποιος είναι ο αγαπημένος σου φανταστικός ήρωας;
-Ποιοι είναι οι πραγματικοί ήρωές σου;
-Τι απεχθάνεσαι περισσότερο;
-Αν μπορούσες να αλλάξεις κάτι στον εαυτό σου, τι θα ήταν αυτό;

Σοφία Κάσση

* Αποσπάσματα από το έργο του M.Proust "A la recherche du temps perdu".
** Ακολουθεί το "Ερωτηματολόγιο του Προυστ"








Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΣΤΡΕΣ

Ο όρος «στρες» είναι πλέον ιδιαίτερα διαδεδομένος και χρησιμοποιείται τόσο από ψυχολόγους, ιατρούς, κοινωνιολόγους, επιδημιολόγους, βιολόγους και άλλους επιστήμονες, όσο και από απλούς ανθρώπους, αποδεικνύοντας ότι αποτελεί πια ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής. Μάλιστα έχει προταθεί ότι πηγάζει από αυτήν, προκύπτοντας εν μέρει από τους ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς της καθημερινότητας και εν μέρει από τη μη ικανότητα ανταπόκρισης στις απότομες μεταβολές που σημειώνονται στην κοινωνική ζωή, στον τομέα της εργασίας και στους ταχείς ρυθμούς της τεχνολογικής εξέλιξης.
            Το στρες προκύπτει στα πλαίσια της δυναμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντος. Το μοντέλο αλληλεπίδρασης που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή, αναπτύχθηκε από τους Lazarus και Folkman (1984), σύμφωνα με το οποίο, το στρες αφορά τη σχέση ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον, η οποία σύμφωνα με τη εκτίμηση του ατόμου υπερβαίνει ή θέτει σε δοκιμασία τις διαθέσιμες δυνατότητες του και θέτει σε κίνδυνο την ευεξία του. Όταν το άτομο εκτιμά ότι οι διαθέσιμες δυνατότητες του είναι αρκετές για να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, τότε θα βιώσει μικρού βαθμού στρες. Όταν αξιολογεί τις δυνατότητες του ως  πιθανόν ικανοποιητικές για να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις, θα βιώσει μέτριου βαθμού στρες, ενώ όταν εκτιμήσει πως οι δυνατότητες του δεν επαρκούν, τότε θα βιώσει μεγάλες ποσότητες στρες.
Το στρες λοιπόν προκύπτει από μια διαδικασία γνωστικής αξιολόγησης, η οποία ξεκινά όταν το άτομο έρχεται σε επαφή με ένα νέο γεγονός, και  διακρίνεται σε δυο φάσεις: την πρωτογενή και δευτερογενή αξιολόγηση. Κατά την πρώτη φάση, το άτομο καθορίζει το φύση του γεγονότος, αν πρόκειται δηλαδή για θετικό, ουδέτερο ή αρνητικό γεγονός, ανάλογα με τις επιπτώσεις του. Τα αρνητικά ή πιθανά αρνητικά γεγονότα αξιολογούνται εκτενέστερα ως ζημία, απειλή ή πρόκληση. Η ζημία αναφέρεται στην εκτίμηση της βλάβης που έχει ήδη επέλθει από το γεγονός, η απειλή στην εκτίμηση της καταστροφής που πιθανόν να επιφέρει το γεγονός και η πρόκληση αναφέρεται στην εκτίμηση της κατάστασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το άτομο να την ξεπεράσει και ακόμα να επωφεληθεί από αυτήν. Όταν το άτομο κρίνει το γεγονός ως στρεσογόνο, τότε ξεκινά η δευτερογενής αξιολόγηση, δηλαδή η εκτίμηση της επάρκειας των διαθέσιμων δυνατοτήτων και προσωπικών ικανοτήτων του ατόμου προκειμένου να αντιμετωπιστεί η στρεσογόνος κατάσταση.
Το στρες αποτελεί μια πραγματικότητα, η οποία επηρεάζει όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το φύλο, την φυλή/εθνικότητα, την κοινωνική τάξη και την ηλικία. Η  επιστημονική έρευνα έχει επικεντρωθεί σε διάφορες πηγές που μπορούν να το προκαλέσουν, όπως είναι για παράδειγμα οι καθημερινές προστριβές, τα σημαντικά γεγονότα ζωής, οι φυσικές καταστροφές, η εργασία και άλλοι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες. Ωστόσο, η προσωπική εκτίμηση του ατόμου για ένα γεγονός είναι αυτή που καθορίζει τελικά αν το άτομο θα βιώσει στρες και όχι το γεγονός καθαυτό. Υπάρχουν ορισμένες καταστάσεις οι οποίες θεωρούνται και βιώνονται ως απειλητικές σχεδόν από όλους τους ανθρώπους, αλλά η προσωπική εκτίμηση και αξιολόγηση που κάνει το κάθε άτομο όσον αφορά άλλες καταστάσεις, προκύπτουν ως αποτέλεσμα της ατομικής προσωπικότητας, των προσωπικών εμπειριών, των στρατηγικών αντιμετώπισης και της διαθέσιμης κοινωνικής υποστήριξης. Συνεπώς, το ίδιο γεγονός μπορεί να γίνεται αντιληπτό ως στρεσογόνο από μερικούς ανθρώπους, ενώ από άλλους όχι.
      Η κατανόηση των διεργασιών που εμπλέκονται στο στρες και η απόκτηση δεξιοτήτων και η εξάσκηση σε αυτές (οργάνωση χρόνου, τεχνικές επίλυσης προβλήματος, γνωσιακή αναδόμηση) είναι φάσεις που περιλαμβάνονται στη διαχείριση του. Η προοδευτική νευρομυική χαλάρωση και ο διαλογισμός συγκαταλέγονται επίσης στους τρόπους αντιμετώπισης. Έχει βρεθεί συγκεκριμένα, ότι οι ασκήσεις χαλάρωσης συντελούν στην αποτελεσματική μείωση όχι μόνο της μυϊκής έντασης αλλά και του καρδιακού ρυθμού και της αρτηριακής πίεσης. Ο διαλογισμός βοηθάει επίσης στη μείωση του άγχους καθώς το άτομο έχει ως στόχο την αυτοσυγκέντρωση του και τον περισπασμό της προσοχής από στρεσογόνα ερεθίσματα. Τέλος, η σωματική άσκηση βοηθάει επίσης το ίδιο, συμβάλλοντας στη μείωση της συναισθηματικής και σωματικής καταπόνησης καθώς έχει βρεθεί ότι συντελεί στη μείωση της αρτηριακής πίεσης και του καρδιακού ρυθμού.                                                                                                                         
    Ελένη Χρα 

Σάββατο 18 Απριλίου 2015


                                                           

    
                                                                                                 “Psychotherapy is the third of   
                                                                                                 those impossible professions in
                                                                                            which one can be sure    
                                                                                                 beforehand of achieving
                                                                                            unsatisfying results”
S. Freud
Τράνζιτ
Κάνουμε λόγο συχνά και επιτακτικά για τις δεξιότητες του αρκετά καλού* θεραπευτή, για την κατάλληλη κλινική εκπαίδευση και κατάρτιση και άλλο τόσο μελάνι χύνεται για το περίφημο έμφυτο ταλέντο του αρκετά καλού θεραπευτή.
 Και είναι αλήθεια πως για να υποδεχτείς τον υπαρξιακό πόνο και την αγωνία των ανθρώπων που θα σε εμπιστευτούν, για να γίνεις ο μεταβατικός τους χώρος, για να ενδυθείς τον ρόλο του «υποκειμένου που υποτίθεται ότι γνωρίζει» (J. Lacan), όλα τα παραπάνω είναι… παραπάνω από απαραίτητα.
Από τη λίστα όμως όλων αυτών των εύλογων «πρέπει» που σχεδόν πάντα συνοδεύεται από μια επίσης μακριά λίστα από αυτομομφές, υψηλούς πήχεις αυτοεπίτευξης και παράλογες άλλοτε πεποιθήσεις όπως για παράδειγμα «Πρέπει να είμαι ο καλύτερος θεραπευτής», «Αφού είμαι θεραπευτής, πρέπει να μην έχω προσωπικά προβλήματα» και άλλα παρόμοια, τις περισσότερες φορές βλέπουμε να απουσιάζει μια εξίσου απαραίτητη για τη φροντίδα των θεραπευόμενων  ηθική επιταγή: η αυτο-φροντίδα.
Να βάζεις όρια ως θεραπευτής ανάμεσα στον εαυτό σου και στους άλλους, ανάμεσα στην προσωπική και στην επαγγελματική σου ζωή, να έχεις προσωπική ζωή, να καλλιεργείς ένα υποστηρικτικό -εργασιακό και μη- πλαίσιο και να καταφεύγεις σε αυτό κάθε φορά που το χρειάζεσαι , να σου επιτρέπεις να ζητάς βοήθεια,  να αναγνωρίζεις τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε κάθε θεραπευτική σχέση και πράξη, να αντλείς ικανοποίηση κάθε φορά ή από εκείνες τις φορές που πήρες θετική ανατροφοδότηση, να παίρνεις τον χρόνο και τον χώρο και τις αποστάσεις σου, να ψάχνεις εκείνον τον ενδιάμεσο σταθμό από το ένα ψυχοθεραπευτικό ταξίδι στο άλλο για να ανανεώσεις τις εσωτερικές σου παραστάσεις, να είσαι ανοιχτός και να γίνεσαι δημιουργικός, να επικαιροποιείς και να εμπλουτίζεις τις γνώσεις και τις δεξιότητές σου, να παρατηρείς και να…λογοκρίνεις τον εσωτερικό σου μονόλογο, να σε αγαπάς και να σε φροντίζεις!
Η θεραπευτική διαδικασία, το να ξανα-ανακαλύπτεις δηλαδή την επιθυμία να ερμηνεύσεις τη ζωή σου,  είναι στρεσογόνος και κοπιώδης και έντονα αυτοαναφορική. Και εκκεντρική. Το να προσπαθείς και μόνο να βγάλεις νόημα είναι ήδη ένα εκκεντρικό εγχείρημα. Τόσο για τον θεραπευόμενο όσο και για τον θεραπευτή.
Όταν οι θεραπευόμενοι έρχονται για πρώτη φορά στη θεραπεία , η αφήγησή τους είναι αποσπασματική, χαοτική,  χωρίς ρυθμό και συνοχή, συχνά χωρίς καν συναισθηματική επένδυση. Στη διάρκεια της θεραπείας  αυτό αλλάζει.  Ο αρκετά καλός θεραπευτής είναι εκεί για να τους προτείνει τα εργαλεία (τα σημεία της στίξης) εκείνα που χρειάζονται προκειμένου να  δώσουν ή να ξαναδώσουν νόημα στη ζωή τους, να κάνουν το χάος ένα απόλυτα ιδιωτικό σύμπαν. Κι αυτό το ταξίδι ο αρκετά καλός θεραπευτής θα πρέπει -αφού το έχει κάνει πρώτα μόνος του περνώντας από τους εντελώς δικούς του ενδιάμεσους σταθμούς-  να το κάνει ξανά και ξανά .

Σοφία Κάσση


*Ο όρος “good enough” του D. Winnicott

Κυριακή 29 Μαρτίου 2015

ΨΥΧΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ  ΣΤΙΓΜΑ
            
         Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι με μια σοβαρή ψυχική ασθένεια καλούνται να διαχειριστούν μια εξίσου σημαντική πρόκληση η οποία έχει να κάνει με τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις  γύρω αυτή. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι ψυχικά ασθενείς να αποκλείονται πολλές φορές από εκείνες τις ευκαιρίες που θα μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής όπως για παράδειγμα η εύρεση στέγης, η εργασιακή απασχόληση, η κοινωνική ενσωμάτωση και η ικανοποιητική χρήση υπηρεσιών υγείας.
            Η ψυχική ασθένεια μπορεί να προσβάλλει άτομα κάθε ηλικίας, παιδιά, εφήβους, ενήλικες, ηλικιωμένους και μπορεί να εμφανιστεί σε κάθε οικογένεια, επηρεάζοντας την κοινωνική και συναισθηματική ζωή όχι μόνο του ατόμου που πάσχει αλλά και όλων των υπολοίπων μελών. Δεν είναι όλες οι ψυχικές διαταραχές το ίδιο καθώς έχουν πολλές διαφορετικές μορφές και ποικίλουν όσον αφορά το φάσμα των συμπτωμάτων και των εμπειριών που επηρεάζουν την ψυχική υγεία προκαλώντας προβλήματα στη σκέψη, τη συμπεριφορά, το συναίσθημα και την επικοινωνία.
Ο όρος στίγμα αναφέρεται στην ανεπιθύμητη, δυσφημιστική ιδιότητα που στερεί από κάποιον το δικαίωμα της πλήρους κοινωνικής αποδοχής και τον αναγκάζει να προσπαθεί να κρύψει την αιτία που προκαλεί αυτή την αντιμετώπιση (Goffman, 1963). Το στίγμα μπορεί να έχει «δημόσιο» χαρακτήρα που αφορά την αντίδραση του γενικού πληθυσμού απέναντι στην ψυχική ασθένεια. Μπορεί όμως να έχει και πιο «προσωπικό» χαρακτήρα που αφορά την υιοθέτηση, από τους ίδιους τους ασθενείς, των αρνητικών στερεοτύπων που τους αποδίδονται. Και οι δύο μορφές στίγματος μπορούν να γίνουν αντιληπτές μέσα από τους όρους των στερεοτύπων, της προκατάληψης και των διακρίσεων.
Τα στερεότυπα είναι υπεραπλουστευμένες συχνά παραπλανητικές και παρερμηνευμένες πεποιθήσεις που έχουν συλλογική αποδοχή και οδηγούν σε άκριτες γενικεύσεις για άτομα και ομάδες (πχ. «Οι άνθρωποι με σχιζοφρένεια είναι συνήθως βίαιοι και επικίνδυνοι»). Η προκατάληψη αφορά την συναισθηματική αντίδραση που αποκαλύπτει την ετοιμότητα του ανθρώπου να ενεργήσει θετικά ή αρνητικά απέναντι στο αντικείμενο της προκατάληψης (πχ. «Οι άνθρωποι με σχιζοφρένεια είναι συνήθως βίαιοι και επικίνδυνοι και τους φοβάμαι»). Οι διακρίσεις είναι η αντίδραση, η επακόλουθη δηλαδή συμπεριφορά των προκαταλήψεων (πχ «Οι άνθρωποι με σχιζοφρένεια είναι συνήθως βίαιοι, τους φοβάμαι και δε θα τους προσλάβω στη δουλειά μου»).
Οι συνέπειες του στίγματος αγγίζουν τόσο το ίδιο το άτομο όσο και την οικογένεια του. Οι άνθρωποι που αποδέχονται τη διάγνωση της ψυχικής ασθένειας νιώθουν την ανάγκη να «συμμορφωθούν» με το στερεότυπο της ανικανότητας και της απαξίας. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στην κοινωνική τους απόσυρση με αποτέλεσμα τα συμπτώματα τους να επιτείνονται και η αυτοεκτίμηση τους να πλήττεται. Αντίστοιχα τα μέλη των οικογενειών τους αποφεύγουν να μιλούν για την ασθένεια, απομονώνονται κυριευμένα από ντροπή, θλίψη και άγχος. Σε αυτό συντελεί πολλές φορές η στάση όχι μόνο του γενικού πληθυσμού αλλά και των ίδιων των επαγγελματιών υγείας η οποία είναι συχνά απορριπτική.
Η σωστή ενημέρωση γύρω από θέματα ψυχικής υγείας, η δυνατότητα προσωπικής επαφής με ανθρώπους που πάσχουν από κάποια ψυχική ασθένεια και η αντιμετώπιση τους με σεβασμό και αξιοπρέπεια είναι ορισμένοι τρόποι που μπορεί να βοηθήσουν στον περιορισμό του στίγματος. Σε αυτούς μπορούν να συμπεριληφθούν και σειρές δράσεων εκπαιδευτικού χαρακτήρα με στόχο τη μείωση των προκαταλήψεων και των διακρίσεων μέσα από φορείς όπως το σχολείο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Ελένη Χρα

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

 






Zombie


“I was born sick, but I love it. Command me to be well. Amen.”
Hozier

Στη γλώσσα των Νευροεπιστημών η ωρίμανση του εγκεφάλου συνδέεται εν πολλοίς με την καταστροφή των συνάψεων. Ο όρος «σύναψη» ετυμολογικά συνδέεται με την εξασφάλιση της αμφίδρομης επικοινωνίας ή/και της μετάδοσης των ώσεων μεταξύ των κυττάρων. Αναφέρεται δηλαδή σε μια απολύτως ζωντανή, δυναμική σχέση.
Δουλεύοντας κανείς με εφήβους, με τους κατεξοχήν δηλαδή πρωταγωνιστές της διαδικασίας αυτής της ωρίμανσης, βρίσκεται μπροστά σε αυτήν την «καταστροφή» των συνάψεων,  κυριολεκτικά και συμβολικά. Στο επώδυνο μεγάλωμά τους οι μικρομέγαλοι πρωταγωνιστές ακροβατούν ανάμεσα στη ζωή και στους θανάτους. Και κάθε φορά επιστρέφουν με συνέπεια στο σώμα τους. Το πραγματικό σώμα, το σώμα-αναπαράσταση, το εξωτερικό σώμα. Ανακαλύπτουν ξανά στο λιβιδινικό τους σώμα τον ευνουχισμό των πρώτων χρόνων προκειμένου να το συμβολοποιήσουν ή/και να το ψευδο-συμβολοποιήσουν.
Τι άλλο άλλωστε να σημαίνει αυτό το πάθος για τα θρίλερ, τα ζόμπι, τα piercing, τα τατουάζ; Ποιός άραγε ο λειτουργικός ρόλος όλων αυτών των τελετουργιών; Ή και των περασμάτων στην πράξη, αν συμπεριλάβουμε σε αυτά τους σκαριφισμούς, τις διατροφικές διαταραχές ή άλλες αυτοκτονικοφανείς ή αυτοκτονικογενείς πρακτικές;
Τα θρίλερ:Να έρθεις σε επαφή με τον φόβο-τρόμο σου σαν να μην είναι ο δικός σου και να πεις στον εαυτό σου πως αντέχεις κι άλλο.
Τα piercing, τα τατουάζ:Να νιώσεις τον πόνο-οδύνη στο Εγώ-Δέρμα* σου σαν να μην είναι το δικό σου και να καταργήσεις με αυτόν τον τρόπο το όριο ανάμεσα στο μέσα και στο έξω.
Όταν το παιχνίδι δεν επαρκεί πια ως μεταβατικός χώρος (Winnicott), όταν το όνειρο δεν πληρεί τον μετουσιωτικό του ρόλο (Freud), το σώμα που τραυματίζεται, που παίρνει ή χάνει δραματικά βάρος, το σώμα που πάσχει, αναλαμβάνει να ψυχικοποιήσει το μέσα κενό, να γεμίσει τον ψυχικό χώρο που λείπει.
Μια εν αμύνη επίθεση στο σώμα, στην πραγματικότητα όμως μια απεγνωσμένη επίκληση στον Άλλο που λείπει ή εκλείπει. Στην σύναψη με τον Άλλο που καταστρέφεται ή που έχει καταστραφεί.
Τα ζόμπι: ο Άλλος ούτε ακριβώς νεκρός, ούτε ακριβώς ζωντανός, πάντοτε όμως απειλητικός ή επιτιθέμενος σε ένα σώμα-λάφυρο ή δώρο , ούτε ακριβώς μικρό, ούτε ακριβώς μεγάλο. Το σώμα του εφήβου.
Δουλεύοντας κανείς με εφήβους μπορεί να δει-όχι πάντα εύκολα, όχι πάντα με ευκρίνεια, όχι πάντα ανώδυνα- όλες τις παραπάνω συνδηλώσεις, λιγότερο ή περισσότερο μαζοχιστικές, να εκδιπλώνονται στο έδαφος της μεταβιβαστικής σχέσης. Ή … σύναψης. Που πρέπει πάση θυσία να καταστραφεί και  το σύμπτωμα έτσι να πάψει να είναι πράξη και να γίνει λόγος.


Σοφία Κάσση

*Ο όρος ”moi-peau”του D.Anzieu.

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015


             Σωματοποίηση:Ψυχαναλυτική προσέγγιση


Η εισαγωγή του όρου “ψυχοσωματική” σηματοδότησε τη διεύρυνση του θεωρητικού και κλινικού πεδίου της ψυχανάλυσης, αλλά και την ευαισθητοποίηση της ιατρικής και ψυχολογίας πάνω στις ψυχικές διεργασίες που έχουν επιπτώσεις στη σωματική υγεία. Η ψυχοσωματική διερευνά, συγκεκριμένα, τα ελλείμματα της ψυχικής λειτουργίας του υποκειμένου, τα οποία σχετίζονται με τη συμπεριφορά και τις σωματοποιήσεις. Υπό αυτό το πρίσμα αντιμετωπίζει το υποκείμενο ως ψυχοσωματική ολότητα.
 Η Ψυχοσωματική Σχολή των Παρισίων, αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη ψυχαναλυτική επιστημονική κίνηση που μελέτησε συστηματικά το πεδίο της ψυχοσωματικής, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην ενίσχυση της θεωρητικής και κλινικής της πλευράς. Κύριος εκπρόσωπος της, ο P. Marty, χρησιμοποίησε τον όρο «ψυχοσωματική» για να κάνει σαφείς τις σχέσεις, δυναμικές, τοπογραφικές και οικονομικές, μεταξύ των σωματικών και των ψυχικών φαινομένων, τα οποία παρατηρούνται συχνά σε ασθενείς με σωματικές ασθένειες.
Σύμφωνα με τη Ψυχοσωματική Σχολή των Παρισίων, το υποκείμενο που εμφανίζει ευαλωτότητα στις σωματικές διαταραχές παρουσιάζει αδυναμία του ψυχισμού να αναπαραστήσει και να μεταβολίσει τις συγκρούσεις, με αποτέλεσμα να καταλήγει σε βιολογικές βλάβες άνευ ψυχικού περιεχομένου, των οποίων ο μηχανισμός γένεσης παραμένει άγνωστος. Στο πλαίσιο της ψυχαναλυτικής προσέγγισης των διαδικασιών της σωματοποίησης περιλαμβάνονται οι κλινικές έννοιες της χρηστικής σκέψης και της θεμελιώδους κατάθλιψης.
Σύμφωνα με τους Γάλλους ψυχαναλυτές, η χρηστική σκέψη συνδέεται με υπερεπένδυση του πραγματικού, καταστολή του συναισθήματος, υπερπροσαρμογή και προσαρμογή στην εξωτερική πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο το Εγώ προστατεύεται από το άγχος. Η δεύτερη έννοια αφορά τη θεμελιώδη κατάθλιψη έτσι όπως την περιέγραψε ο Marty. Αυτό που χαρακτηρίζει τη θεμελιώδη κατάθλιψη είναι το αίσθημα ατονίας, κόπωσης, σωματικών αιτιάσεων, έντασης και στρες. Συνήθως εμφανίζεται μετά από κάποια απώλεια στην οποία το υποκείμενο δεν έχει επενδύσει συναισθηματικά. Χαρακτηριστικό των ασθενών με θεμελιώδη κατάθλιψη είναι μια περισσότερο ή λιγότερο έντονη τάση προς συναισθηματική ψυχρότητα η οποία προέρχεται από την απουσία του οδυνηρού συναισθήματος. Σε αντίθεση με άλλες μορφές καταθλίψεων (νευρωτική κατάθλιψη), στη θεμελιώδη κατάθλιψη παρατηρούμε απουσία θετικής συμπτωματολογίας, η ύπαρξη της οποίας θα σηματοδοτούσε το οικονομικό αντιστάθμισμα της απώλειας του αντικείμενου. Αυτό που κυριαρχεί είναι η ύπαρξη αρνητικής συμπτωματολογίας η οποία σχετίζεται με την εξάλειψη της ψυχικής διεργασίας (ψυχική αποδιοργάνωση).
Έτσι λοιπόν, σιγά σιγά εγκαθίσταται αυτό που ο Marty ονομάζει χρηστική ζωή, μια ζωή που χαρακτηρίζεται από τη λογική της επιβίωσης και όχι της επιθυμίας. Ο ασθενής ζει πλέον συμμορφωμένος στον κόσμο, δεν έχει κέφι, και ο λόγος του στερείται φαντασιώσεων και συμβολισμών. Όσον αφορά τη σκέψη του, αυτή είναι στο μεγαλύτερο της μέρος συνειδητή, χωρίς αυθορμητισμό και επικεντρωμένη στο εδώ και τώρα. Η διαδικασία της ψυχοσωματικής αποσύνδεσης παρουσιάζει ένα χαρακτήρα προοδευτικής αποδιοργάνωσης καθώς οι σωματοποιήσεις αναπτύσσονται προοδευτικά και σιωπηλά στην αρχή. Πρώτα πλήττονται οι ψυχικές λειτουργίες και στη συνέχεια οι σωματικές. Αυτό θα οδηγήσει στη συνέχιση της αποσύνδεσης, σε σωματικό επίπεδο, αποσταθεροποιώντας τις φυσιολογικές λειτουργίες.

Smadja C. (2001). La vie operatoire. Paris, Puf.
Marty, P. (1980). L' ordre psychosomatique. Paris, Payot.
Marty, P. & de M' Uzan, M. (1962). La pensee operatoire, dans Revue francaise de psychanalyse, XXVII, numero special, 1963, republie en 1994 dans Revue francaise de psychosomatique, τχ.6. 

Ελένη Χρα