Σάββατο 18 Απριλίου 2015


                                                           

    
                                                                                                 “Psychotherapy is the third of   
                                                                                                 those impossible professions in
                                                                                            which one can be sure    
                                                                                                 beforehand of achieving
                                                                                            unsatisfying results”
S. Freud
Τράνζιτ
Κάνουμε λόγο συχνά και επιτακτικά για τις δεξιότητες του αρκετά καλού* θεραπευτή, για την κατάλληλη κλινική εκπαίδευση και κατάρτιση και άλλο τόσο μελάνι χύνεται για το περίφημο έμφυτο ταλέντο του αρκετά καλού θεραπευτή.
 Και είναι αλήθεια πως για να υποδεχτείς τον υπαρξιακό πόνο και την αγωνία των ανθρώπων που θα σε εμπιστευτούν, για να γίνεις ο μεταβατικός τους χώρος, για να ενδυθείς τον ρόλο του «υποκειμένου που υποτίθεται ότι γνωρίζει» (J. Lacan), όλα τα παραπάνω είναι… παραπάνω από απαραίτητα.
Από τη λίστα όμως όλων αυτών των εύλογων «πρέπει» που σχεδόν πάντα συνοδεύεται από μια επίσης μακριά λίστα από αυτομομφές, υψηλούς πήχεις αυτοεπίτευξης και παράλογες άλλοτε πεποιθήσεις όπως για παράδειγμα «Πρέπει να είμαι ο καλύτερος θεραπευτής», «Αφού είμαι θεραπευτής, πρέπει να μην έχω προσωπικά προβλήματα» και άλλα παρόμοια, τις περισσότερες φορές βλέπουμε να απουσιάζει μια εξίσου απαραίτητη για τη φροντίδα των θεραπευόμενων  ηθική επιταγή: η αυτο-φροντίδα.
Να βάζεις όρια ως θεραπευτής ανάμεσα στον εαυτό σου και στους άλλους, ανάμεσα στην προσωπική και στην επαγγελματική σου ζωή, να έχεις προσωπική ζωή, να καλλιεργείς ένα υποστηρικτικό -εργασιακό και μη- πλαίσιο και να καταφεύγεις σε αυτό κάθε φορά που το χρειάζεσαι , να σου επιτρέπεις να ζητάς βοήθεια,  να αναγνωρίζεις τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε κάθε θεραπευτική σχέση και πράξη, να αντλείς ικανοποίηση κάθε φορά ή από εκείνες τις φορές που πήρες θετική ανατροφοδότηση, να παίρνεις τον χρόνο και τον χώρο και τις αποστάσεις σου, να ψάχνεις εκείνον τον ενδιάμεσο σταθμό από το ένα ψυχοθεραπευτικό ταξίδι στο άλλο για να ανανεώσεις τις εσωτερικές σου παραστάσεις, να είσαι ανοιχτός και να γίνεσαι δημιουργικός, να επικαιροποιείς και να εμπλουτίζεις τις γνώσεις και τις δεξιότητές σου, να παρατηρείς και να…λογοκρίνεις τον εσωτερικό σου μονόλογο, να σε αγαπάς και να σε φροντίζεις!
Η θεραπευτική διαδικασία, το να ξανα-ανακαλύπτεις δηλαδή την επιθυμία να ερμηνεύσεις τη ζωή σου,  είναι στρεσογόνος και κοπιώδης και έντονα αυτοαναφορική. Και εκκεντρική. Το να προσπαθείς και μόνο να βγάλεις νόημα είναι ήδη ένα εκκεντρικό εγχείρημα. Τόσο για τον θεραπευόμενο όσο και για τον θεραπευτή.
Όταν οι θεραπευόμενοι έρχονται για πρώτη φορά στη θεραπεία , η αφήγησή τους είναι αποσπασματική, χαοτική,  χωρίς ρυθμό και συνοχή, συχνά χωρίς καν συναισθηματική επένδυση. Στη διάρκεια της θεραπείας  αυτό αλλάζει.  Ο αρκετά καλός θεραπευτής είναι εκεί για να τους προτείνει τα εργαλεία (τα σημεία της στίξης) εκείνα που χρειάζονται προκειμένου να  δώσουν ή να ξαναδώσουν νόημα στη ζωή τους, να κάνουν το χάος ένα απόλυτα ιδιωτικό σύμπαν. Κι αυτό το ταξίδι ο αρκετά καλός θεραπευτής θα πρέπει -αφού το έχει κάνει πρώτα μόνος του περνώντας από τους εντελώς δικούς του ενδιάμεσους σταθμούς-  να το κάνει ξανά και ξανά .

Σοφία Κάσση


*Ο όρος “good enough” του D. Winnicott