Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΚΑΤΑΝΟΩΝΤΑΣ ΤΟ ΣΤΡΕΣ

Ο όρος «στρες» είναι πλέον ιδιαίτερα διαδεδομένος και χρησιμοποιείται τόσο από ψυχολόγους, ιατρούς, κοινωνιολόγους, επιδημιολόγους, βιολόγους και άλλους επιστήμονες, όσο και από απλούς ανθρώπους, αποδεικνύοντας ότι αποτελεί πια ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης ζωής. Μάλιστα έχει προταθεί ότι πηγάζει από αυτήν, προκύπτοντας εν μέρει από τους ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς της καθημερινότητας και εν μέρει από τη μη ικανότητα ανταπόκρισης στις απότομες μεταβολές που σημειώνονται στην κοινωνική ζωή, στον τομέα της εργασίας και στους ταχείς ρυθμούς της τεχνολογικής εξέλιξης.
            Το στρες προκύπτει στα πλαίσια της δυναμικής αλληλεπίδρασης μεταξύ του ατόμου και του περιβάλλοντος. Το μοντέλο αλληλεπίδρασης που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή, αναπτύχθηκε από τους Lazarus και Folkman (1984), σύμφωνα με το οποίο, το στρες αφορά τη σχέση ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον, η οποία σύμφωνα με τη εκτίμηση του ατόμου υπερβαίνει ή θέτει σε δοκιμασία τις διαθέσιμες δυνατότητες του και θέτει σε κίνδυνο την ευεξία του. Όταν το άτομο εκτιμά ότι οι διαθέσιμες δυνατότητες του είναι αρκετές για να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος, τότε θα βιώσει μικρού βαθμού στρες. Όταν αξιολογεί τις δυνατότητες του ως  πιθανόν ικανοποιητικές για να αντιμετωπίσει τις απαιτήσεις, θα βιώσει μέτριου βαθμού στρες, ενώ όταν εκτιμήσει πως οι δυνατότητες του δεν επαρκούν, τότε θα βιώσει μεγάλες ποσότητες στρες.
Το στρες λοιπόν προκύπτει από μια διαδικασία γνωστικής αξιολόγησης, η οποία ξεκινά όταν το άτομο έρχεται σε επαφή με ένα νέο γεγονός, και  διακρίνεται σε δυο φάσεις: την πρωτογενή και δευτερογενή αξιολόγηση. Κατά την πρώτη φάση, το άτομο καθορίζει το φύση του γεγονότος, αν πρόκειται δηλαδή για θετικό, ουδέτερο ή αρνητικό γεγονός, ανάλογα με τις επιπτώσεις του. Τα αρνητικά ή πιθανά αρνητικά γεγονότα αξιολογούνται εκτενέστερα ως ζημία, απειλή ή πρόκληση. Η ζημία αναφέρεται στην εκτίμηση της βλάβης που έχει ήδη επέλθει από το γεγονός, η απειλή στην εκτίμηση της καταστροφής που πιθανόν να επιφέρει το γεγονός και η πρόκληση αναφέρεται στην εκτίμηση της κατάστασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το άτομο να την ξεπεράσει και ακόμα να επωφεληθεί από αυτήν. Όταν το άτομο κρίνει το γεγονός ως στρεσογόνο, τότε ξεκινά η δευτερογενής αξιολόγηση, δηλαδή η εκτίμηση της επάρκειας των διαθέσιμων δυνατοτήτων και προσωπικών ικανοτήτων του ατόμου προκειμένου να αντιμετωπιστεί η στρεσογόνος κατάσταση.
Το στρες αποτελεί μια πραγματικότητα, η οποία επηρεάζει όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το φύλο, την φυλή/εθνικότητα, την κοινωνική τάξη και την ηλικία. Η  επιστημονική έρευνα έχει επικεντρωθεί σε διάφορες πηγές που μπορούν να το προκαλέσουν, όπως είναι για παράδειγμα οι καθημερινές προστριβές, τα σημαντικά γεγονότα ζωής, οι φυσικές καταστροφές, η εργασία και άλλοι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες. Ωστόσο, η προσωπική εκτίμηση του ατόμου για ένα γεγονός είναι αυτή που καθορίζει τελικά αν το άτομο θα βιώσει στρες και όχι το γεγονός καθαυτό. Υπάρχουν ορισμένες καταστάσεις οι οποίες θεωρούνται και βιώνονται ως απειλητικές σχεδόν από όλους τους ανθρώπους, αλλά η προσωπική εκτίμηση και αξιολόγηση που κάνει το κάθε άτομο όσον αφορά άλλες καταστάσεις, προκύπτουν ως αποτέλεσμα της ατομικής προσωπικότητας, των προσωπικών εμπειριών, των στρατηγικών αντιμετώπισης και της διαθέσιμης κοινωνικής υποστήριξης. Συνεπώς, το ίδιο γεγονός μπορεί να γίνεται αντιληπτό ως στρεσογόνο από μερικούς ανθρώπους, ενώ από άλλους όχι.
      Η κατανόηση των διεργασιών που εμπλέκονται στο στρες και η απόκτηση δεξιοτήτων και η εξάσκηση σε αυτές (οργάνωση χρόνου, τεχνικές επίλυσης προβλήματος, γνωσιακή αναδόμηση) είναι φάσεις που περιλαμβάνονται στη διαχείριση του. Η προοδευτική νευρομυική χαλάρωση και ο διαλογισμός συγκαταλέγονται επίσης στους τρόπους αντιμετώπισης. Έχει βρεθεί συγκεκριμένα, ότι οι ασκήσεις χαλάρωσης συντελούν στην αποτελεσματική μείωση όχι μόνο της μυϊκής έντασης αλλά και του καρδιακού ρυθμού και της αρτηριακής πίεσης. Ο διαλογισμός βοηθάει επίσης στη μείωση του άγχους καθώς το άτομο έχει ως στόχο την αυτοσυγκέντρωση του και τον περισπασμό της προσοχής από στρεσογόνα ερεθίσματα. Τέλος, η σωματική άσκηση βοηθάει επίσης το ίδιο, συμβάλλοντας στη μείωση της συναισθηματικής και σωματικής καταπόνησης καθώς έχει βρεθεί ότι συντελεί στη μείωση της αρτηριακής πίεσης και του καρδιακού ρυθμού.                                                                                                                         
    Ελένη Χρα